αροτρεύς

αροτρεύς
ἀροτρεύς, ο (Α) [αροτρεύω]
αυτός που οργώνει.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ἀροτρεύς — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀροτρέων — ἀροτρεύς masc gen pl ἀροτρέω̆ν , ἀροτρεύς masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀροτρεῦ — ἀροτρεύς masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀροτρεῦσι — ἀροτρεύς masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀροτρᾶ — ἀροτρεύς masc acc sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀροτρήων — ἀροτρεύς masc gen pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀροτρέως — ἀροτρέω̆ς , ἀροτρεύς masc gen sg ἀροτρεύς masc nom sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -ευς — το ονοματικό επίθημα εύς είναι χαρακτηριστικό τής Ελληνικής, εφόσον δεν απαντά σε άλλες ΙΕ γλώσσες και εμφανίζει σημαντική παραγωγική δύναμη (περίπου 500 ονόματα σε ευς). Η ακριβής του προέλευση παραμένει άγνωστη, παρά τις κατά καιρούς… …   Dictionary of Greek

  • ἀροτρέα — ἀροτρέᾱ , ἀροτρεύς masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀροτρέας — ἀροτρέᾱς , ἀροτρεύς masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”